- ξαφριστήρας
- και ξαφριστής, ο1. διάτρητη κουτάλα που χρησιμοποιείται για το ξάφρισμα φαγητού2. όργανο που μοιάζει με μεγάλη διάτρητη κουτάλα και χρησιμοποιείται για την αφαίρεση ξένων ουσιών από τον αφρό λειωμένου μετάλλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξαφρίζω + επίθημα –τήρας / τής (πρβλ. εξαερισ-τήρας)].
Dictionary of Greek. 2013.